64. Γράμμα σ’ έναν Φαήλο που δεν εκλέχθηκε ποτέ


Ήθελα από μέρες να σου γράψω κι ας μη σε γνώρισα ποτέ. Μου είχε μείνει στο λαιμό η ΜΗ εκλογή σου από τις κλασσάτες κομματόβουρτσες, κι όλο μ’ έπιανε το παράπονο του κολίγα που βλέπει την αστραφτερή άμαξα να περνά πλάϊ του, δίχως ποτέ μια θέση και για κείνον. Για κείνους που γονατιστοί σπείραν τις ελπίδες δυο γενεών αλλά δεν θερίζουν παρά ντροπές και σκύβαλα, κιβούρια κι αρχοντόγυφτους.

Σε διαβάζουμε με ορμή, όπως γράφεις. Συδαυλίζεις όσα έσβησαν νοτισμένα από την εγκατάλειψη, όσα αληθινά θυμάσαι και τα ξανακάνεις αφορμές να πεταρίσει των νεκρών το βλέφαρο. Γκουγκλάραμε τη φωτό σου να εννοήσουμε το βλέμμα, να πάρουμε γραμμή τη φάτσα, κι αναπήδησε μία όλη κι όλη, ένα αξούριστο παιδί με βιβλία.

Ο φίλος σου δεν λέει να πιάσει τον ταύρο κερατίσια. Τον αναμένουμε όπως οι εβραίοι ακόμη. Μας προφητεύεις πολλά, ρίχνεις το λόγο σου ξύλο και θεριεύουνε τα φίδια σε δήγμα των πιράνχας που μας ξεπέτσιασαν. Οι αντοχές δεν περσεύουν όμως πια, η πίστη κλονισμένος αχυρώνας. … Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο… …φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα… Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο.. Οι ηρακλειδείς ίδιοι κι απαράλλαχτοι μιλούν ακατάληπτα, σάλια και βρώμικες ματιές, δειλά σαρκία ανέτοιμα για την ελάχιστη σύγκρουση με τους πρεσβύωπες εαυτούς τους. Άψυχοι.

Παίρνεις ευθύνες κι ίσως βρεθείς εκουσίως στο επίκεντρο των σεισμών. Εκεί το δάσος είναι μαγεμένο, μπαίνεις Ρομπέν και βγαίνεις ρόμπα. Έχε το νου σου να κάνετε καμιά ινδιάνικη παρέα, για ν’ αντέξετε το ιππικό της συμβατικότητας που θα προστατέψει τα κουραδοπετράδια της αβουλίας, τους κιοτήδες της σιχασιάς που μας έφεραν έως εδώ.

Η σκηνή κυοφορεί. Εγκυμονεί συγκλονιστικά πράγματα για πολλούς, αν όχι για όλους μας. Νιώθω καμιά φορά κι εγώ πατέρας όποιου «πλάσματος» γεννηθεί από τούτη τη στέρφα δημοκρατία μας. Αυτό το εγκυμονούμενο μπορεί να είναι το ίδιο παραλυτικό, χωμάτινο. Σεις στο μαιευτήριο να λησμονήσετε φιλίες, καθεστώτα, σοβατίσματα. Στα στοιχειωμένα δώματα του παλατιού της Αμαλίας τα ξόρκια δεν πιάνουν, ούτε τα καλοπιάσματα, η αθέμιστη ιδιοτέλεια είναι συνώνυμη του διοικείν, φυλάξου.

Με το εσωτερικό σου δικαστήριο αποφάσισε πώς θα το παλέψεις, κι είναι σα να παλεύουμε αντάμα. Κρατάμε το φόβο μέσα μας, και βγαίνουμε στα μέτωπα άφοβοι.

xartografos

This entry was posted in ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΟΥ ΣΚΕΨΕΙΣ. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε